υπνοβατώ

υπνοβατώ
υπνοβατώ βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπνοβατώ — Ν βρίσκομαι σε κατάσταση υπνοβασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνοβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπνοβατέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υπνοβατώ — αμτβ., είμαι υπνοβάτης, παθαίνω υπνοβασία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυκτοβατώ — έω [νυκτοβάτης] σηκώνομαι και περπατώ τη νύχτα, ενώ συγχρόνως κοιμάμαι, είμαι υπνοβάτης, υπνοβατώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”